Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017

Μία επίσκεψη στο σπίτι του Ισμαήλ Κανταρέ

του Σπύρου Κουζινόπουλου
Αν και βρεθήκαμε, μαζί με αγαπημένους φίλους, για λίγες μόνο ώρες στο Αργυρόκαστρο, στην όμορφη αλβανική πόλη όπου χτυπάει η καρδιά του Βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, θεωρήσαμε ότι θα αποτελούσε παράλειψη αν δεν επισκεπτόμασταν δύο χαρακτηριστικά της σημεία, όπως είναι το επιβλητικό κάστρο και το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο επιφανέστερος σύγχρονος Αλβανός συγγραφέας, Ισμαήλ Κανταρέ. 

Κατ’ αρχάς, αυτό καθαυτό το Αργυρόκαστρο με το ιστορικό κέντρο της πόλης, θυμίζει πίνακα ζωγραφικής και δικαιολογημένα αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, από το 2005. Δεδομένου ότι με τα αναρίθμητα παραδοσιακά σπίτια από πέτρα, ηπειρώτικης τεχνοτροπίας, σαν να πρόκειται για φυσική συνέχεια του τοπίου, συνθέτει ένα πλούσιο «ψηφιδωτό», που μαρτυρεί την πλούσια κληρονομιά την οποία άφησαν πίσω τους όσοι κατοίκησαν την περιοχή, στο πέρασμα των αιώνων.   
Σε ένα από τα βιβλία του, «Το χρονικό της πέτρινης πόλης», που γράφτηκε στα 1971, ο διάσημος πλέον γιος του Αργυροκάστρου, ο Ισμαήλ Κανταρέ, περιγράφει με μοναδικό τρόπο την εικόνα και το χρώμα της πόλης του, καθώς, όπως αναφέρει, κάθε τι στην πόλη είναι παλιό και φτιαγμένο από πέτρα, από τους δρόμους και τα σιντριβάνια έως τις στέγες των παλιών σπιτιών.
    

«Μία πόλη κατηφορική με γκρίζες πλάκες σαν λέπια»
Αξίζει τον κόπο να παρακολουθήσουμε ένα μικρό απόσπασμα από την περιγραφή του εξαίρετου Αλβανού συγγραφέα για την πόλη που γεννήθηκε και ανδρώθηκε:
Ο μικρός Ισμαήλ με
αλβανικό σκούφο

«Ήταν μια παράξενη πόλη, σαν προϊστορικό θηρίο, που εμφανίστηκε ξαφνικά στην κοιλάδα μια χειμωνιάτικη νύχτα και σκαρφάλωνε με κόπο στην πλαγιά του βουνού. Όλα ήταν παλιά σ' αυτή την πόλη, όλα φτιαγμένα από πέτρα, από τους δρόμους και τις βρύσες ως τις στέγες των μεγάλων παλαιικών σπιτιών, που ήταν σκεπασμένα με γκρίζες πλάκες σαν τεράστια λέπια. Δύσκολα θα το πίστευες πως κάτω από αυτό το σκληρό καβούκι σάλευε κι αναπαραγόταν η τρυφερή σάρκα της ζωής.

Στον επισκέπτη, που την αντίκριζε για πρώτη φορά, ξυπνούσε την επιθυμία μιας σύγκρισης, όμως αμέσως καταλάβαινες πως ήταν παγίδα γιατί η πόλη απέρριπτε κάθε σύγκριση· στ' αλήθεια, δεν έμοιαζε με τίποτα.
Δεν ανεχόταν περισσότερο τις συγκρίσεις απ' όσο τις βροχές, τα χαλάζια, τα ουράνια τόξα και τις ξένες πολύχρωμες σημαίες που εγκατέλειπαν τις στέγες της όπως είχαν έρθει, εφήμερα κι εξωπραγματικά όσο εκείνη ήταν συγκεκριμένη κι αιώνια. 
Ήταν μια πόλη κατηφορική, ίσως η πιο κατηφορική πόλη σ
τον κόσμο που είχε αψηφήσει όλους τους νόμους της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας. Η κορυφή ενός σπιτιού άγγιζε καμιά φορά τα θεμέλια ενός άλλου και ήταν σίγουρα το μοναδικό μέρος στον κόσμο που, αν γλιστρούσες στην άκρη ενός δρόμου, κινδύνευες να βρεθείς πάνω σε μια σκεπή. Κι αυτό, ιδίως οι μεθυσμένοι το γεύονταν πότε - πότε.

Ναι, ήταν μια πολύ παράξενη πόλη...»

Επιβλητικό το φρούριο του Αργυρόκαστρου
Το κάστρο
Έχοντας διαβάσει πριν κάποια χρόνια το ιστορικό μυθιστόρημα του Κανταρέ «Τα ταμπούρλα της βροχής (το κάστρο)», επισκεφθήκαμε με κάποιο δέος είναι αλήθεια το φημισμένο κάστρο του Αργυροκάστρου, μέσα από τις πετρόχτιστες στοές του οποίου, έχει την αίσθηση κανείς ότι προβάλλονται όλα τα σημαντικά «κομμάτια» της ιστορίας της πόλης
Στην κορυφή του κάστρου ένα αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροσκάφος
που είχε καταρριφθεί  στη δεκαετία του '50 πάνω από το Αργυρόκαστρο
Το κάστρο, που είναι καλά συντηρημένο έως σήμερα, είχε αρχίσει να κατασκευάζεται ακόμη από τους προ-χριστιανικούς χρόνους, για να ολοκληρωθεί η κατασκευή του στον 13ο αιώνα, όταν η περιοχή ήταν υπό βυζαντινή κυριαρχία. Στο πέρασμα των αιώνων, το φρούριο ανακαινίστηκε κάμποσες φορές, με σημαντικότερη αυτή που έγινε κατά τον 19ο αιώνα, από τον κυβερνήτη της Ρούμελης, Αλή Πασά.
Η άριστη κατάστασή του, τα τείχη και όλες οι λιθοδομές, τονίζουν τον χαρακτήρα του φρουρίου και κάνουν τον επισκέπτη να σκεφτεί μήπως ο Ισμαήλ Κανταρέ όταν περιέγραφε με σκληρό τρόπο, στα «Ταμπούρλα της Βροχής», την πολιορκία κάποιου κάστρου από τους Τούρκους επιδρομείς, μήπως είχε κατά νου το περίλαμπρο κάστρο που δεσπόζει στην πόλη του Αργυροκάστρου. Ακόμη και όταν γνωρίζει ότι αυτό το ιστορικό μυθιστόρημα, ο γνωστός Αλβανός συγγραφέας, το εμπνεύστηκε από ένα κείμενο που είχε εκδοθεί στα 1479, στα λατινικά, και όπου ο ιερέας Μαρτίν Μπαρλέτι, περιέγραφε τις τρεις πολιορκίες στο κάστρο της πόλης Σκόδρα, στη βόρεια Αλβανία.

Η πετρόχτιστη πολιτεία
Περνώντας την πύλη του βυζαντινού φρουρίου του Αργυροκάστρου και περιδιαβαίνοντας  τις  πολεμίστρες, τις στοές και τους πολλαπλούς οχυρωματικούς τοίχους, όχι μόνο έχει κανείς πραγματικά κάτω από τα πόδια του την πετρόχτιστη πολιτεία του Αργυροκάστρου, αλλά κάποιες στιγμές του δημιουργείται η αίσθηση ότι εδώ, σ’ αυτό το χώρο, οι υπερασπιστές του κάστρου άντεξαν την πολύμηνη πολιορκία από το ασκέρι του αρχιστράτηγου Ουγκουρλού Τσουρσούν πασά. Και ότι σ’ αυτές τις πολεμίστρες, οι πολιορκημένοι απέκρουαν τις πολλαπλές επιθέσεις και τις πανουργίες του Οθωμανού επιδρομέα, κάνοντάς τον στο τέλος να αυτοκτονήσει από ντροπή που δεν κατάφερε να κάμψει την αντίσταση των υπερασπιστών της πόλης.
Οι συμπολίτες του Κανταρέ τον τιμούν δίνοντας το όνομά του
στο δρόμο που οδηγεί στο σπίτι του διάσημου συγγραφέα
Όπως δήλωνε παλαιότερα ο συγγραφέας, «είχα γεννηθεί σε μια πόλη από τις πιο παράξενες, όπου αν ήσουνα μεθυσμένος κι έπεφτες καταμεσίς στο δρόμο, κινδύνευες, αντί να καταλήξεις σε κάνα χαντάκι, να βρεθείς φαρδύς πλατύς πάνω στη στέγη ενός σπιτιού. Όλοι άρχισαν να γελάνε και για να μη με χαρακτηρίσουν παραμυθά μου είπαν ότι διέθετα φαντασία». Και πρόσθετε: 
Το εξωτερικό του σπιτιού στο οποίο γεννήθηκε ο Ισμαήλ Κανταρέ
«Ευτυχώς για μένα, ανάμεσά τους βρισκόταν κι ένας Έλληνας συγγραφέας ο οποίος μετά την ήττα των ανταρτών στο Γράμμο είχε νοσηλευθεί για ένα χρονικό διάστημα στο Αργυρόκαστρο. Αυτός, επιβεβαίωσε τα λεγόμενά μου και μάλιστα πρόσθεσε πως η πρώτη του επαφή με αυτή την πόλη έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη του: μετά από τόσα χρόνια στο αντάρτικο φανταστείτε να ξεπροβάλλει μπροστά μας μια πόλη που έμοιαζε να βγαίνει από τα παραμύθια».
Στο σπίτι του Ισμαήλ Κανταρέ
Ανάλογα συναισθήματα, κατακλύζουν τον επισκέπτη του Αργυροκάστρου, όταν περνάει την είσοδο του σπιτιού του Ισμαήλ Κανταρέ, που αναπαλαιώθηκε με χρήματα της Unesco πριν λίγα χρόνια. Ένα αρχοντικό σπίτι, μείγμα τουρκικής και ελληνικής τεχνοτροπίας, με πολλούς οντάδες, όπου συγκεντρώνονταν όλες οι λειτουργίες του σπιτιού: μαγείρεμα, φαγητό, ύπνος, διασκέδαση. Εκεί η οικογένεια Κανταρέ περνούσε τον περισσότερο χρόνο της, καθώς στους οντάδες υπήρχαν ελαφρώς υπερυψωμένα σημεία, σαν καναπέδες, τα μιντέρια,  στα οποία τοποθετούσαν στρωσίδια, για να κάθονται, μια και έπιπλα δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή. 

Αφίσες θυμίζουν το έργο του συγγραφέα
Τριγυρίζοντας στους χώρους του σπιτιού, από αφίσες που είναι αναρτημένες σε διάφορα σημεία, πληροφορείται ο αμύητος για το πλούσιο έργο του αλβανού συγγραφέα, καθώς η  εργογραφία του Κανταρέ, ξεπερνά τα 20 πεζογραφήματα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πάρα πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά. Μυθιστορήματα, στα οποία αναμειγνύεται το πραγματικό με το φανταστικό, καθώς κύρια θεματογραφία του, είναι η σύγχρονη αλβανική κοινωνία, το προηγούμενο καθεστώς του Εμβέρ Χότζα, αλλά και το σκληρό αλβανικό εθιμικό δίκαιο, το 
«Κανούν» όπως ονομάζεται στα αλβανικά και αποτελεί έναν απαραβίαστο κανόνα τιμής.


Πριν διαβούμε την ξύλινη σκάλα και το εντυπωσιακό εσωτερικό πηγάδι που υπάρχει λίγο πριν την έξοδο από το σπίτι του Ισμαήλ Κανταρέ, παίρνει κάπου το μάτι μας μία φράση που την επαναλαμβάνει συχνά ο Αλβανός συγγραφέας στα έργα του, ότι «το υψηλό επίπεδο της τέχνης, αποτελεί ενσάρκωση της ελευθερίας. Δεδομένου ότι, όσο ανεβαίνει το επίπεδο, τόσο πιο ελεύθερος είναι ο συγγραφέας. Όταν πέφτει το επίπεδο, περιορίζεται και η ελευθερία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.